- φωτομετέωρο
- το, Ν(μετεωρ.) οπτικό φαινόμενο τής ατμόσφαιρας, το οποίο οφείλεται σε τροποποιήσεις τού ηλιακού ή τού σεληνιακού φωτός λόγω ανάκλασης, διάθλασης, συμβολής ή περίθλασης, όπως είναι λ.χ. το ουράνιο τόξο, ο αντικατοπτρισμός κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photometeor < φωτ(ο)-* + μετέωρος. Η λ., στον πληθ. φωτομετέωρα, μαρτυρείται από το 1883 στο Ημερολόγιο Α. Παλαιολόγου].
Dictionary of Greek. 2013.